στιλπνοτης

στιλπνοτης
    στιλπνότης
    -ητος ἥ сияние (sc. τῆς πανσελήνου Plut.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στιλπνοτης" в других словарях:

  • στιλπνότης — brightness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλπνοτήτων — στιλπνότης brightness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλπνότητα — στιλπνότης brightness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλπνότητας — στιλπνότης brightness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλπνότητι — στιλπνότης brightness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλπνότητος — στιλπνότης brightness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιλπνότητα — η / στιλπνότης, ότητος, ΝΜΑ [στιλπνός] η ιδιότητα τού στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα τού χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν. Κομν. γ. «στιλπνότης τῆς σελήνης», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»